- ασκώ
- (AM ἀσκῶ, -έω)1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζωμσν.εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσειςαρχ.1. επεξεργάζομαι κάτι με τέχνη2. (για ανθρώπους) στολίζω, ντύνω με φροντίδα3. τιμώ κάποια θεότητα, τη λατρεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για μετονοματικό παράγωγο του τ. ασκός* και ότι συνδέεται σημασιολογικά με την επεξεργασία των δερμάτων, τη βυρσοδεψία, στερείται αποδείξεως. Αρχικά το ρ. σήμαινε «επεξεργάζομαι κάτι με τέχνη» και στον Όμηρο χρησιμοποιόταν προκειμένου να δηλώσει την επεξεργασία του μαλλιού και την κατεργασία του μετάλλου. Αργότερα στην αττική διάλεκτο προσέλαβε τη γνωστή μέχρι σήμερα σημασία «γυμνάζω, προπονώ» και η λ. χρησιμοποιήθηκε τόσο για τη σωματική, όσο και για την ηθική άσκηση.ΠΑΡ. άσκηση (-ις), ασκητήςαρχ.άσκη, άσκημα, ασκητός.ΣΥΝΘ. ενασκώ, εξασκώ, προασκώ, συνασκώ, φωνασκώαρχ.διασκώ, επασκώ, κατασκώ, προσασκώ, προσεξασκώ, συνεπασκώ, σωμασκώ, χειμασκώ].
Dictionary of Greek. 2013.